λώρου

λώρου
λῶρος
lorum
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… …   Dictionary of Greek

  • ομφαλόσιτος — ο ιατρ. εμβρυϊκός οργανισμός με βαρύτατες διαμαρτίες διαπλάσεως, ο οποίος ζει μέσω τής κυκλοφορίας τού ομφάλιου λώρου ως παράσιτο ενός δίδυμου υγιούς εμβρύου και που πεθαίνει μετά τη διατομή τού λώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + σιτος (< σίτος),… …   Dictionary of Greek

  • HELORUM — sive HELORUS fluv. et opp. Siciliae, Vibius in Catalogo fluv. Elorus Syracusarum, a quo civitas. Steph. Ε῎λωρος, πόλις Σικελίας ἀπὸ Ε῾λώρου ποταμοῦ, τȏυ κατα Πάχυνον, addit, ὃς λέγεται τιθαςςοὺς ἱχθῦς ἔχειν, ἀπὸ χειρὸς ἐςθίοντας. Sil. Ital. Pun.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • ακρόμφαλο — το (Α ἀκρόμφαλον) νεοελλ. το άκρο τού ομφάλιου λώρου, που συνδέεται με το έμβρυο αρχ. το μέσον τού ομφαλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ὀμφαλός] …   Dictionary of Greek

  • εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… …   Dictionary of Greek

  • ετερότυπος — ο 1. αυτός που έχει διαφορετικό τύπο, ο ιδιότυπος, ο ιδιόρρυθμος («ετερότυπο νόμισμα») 2. ιατρ. τερατογονική διάπλαση που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ατελώς ανεπτυγμένου παρασιτικού τέρατος, εμφυτευμένου στο πρόσθιο τμήμα τού σώματος τού… …   Dictionary of Greek

  • ομφαλίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τού ομφαλού τού βρέφους που όταν εμφανίζεται τις πρώτες ημέρες μετά την αποκοπή τού ομφάλιου λώρου οφείλεται σε έλλειψη ασηψίας κατά την περιποίηση τής ουλής, ενώ, όταν εμφανίζεται σε ώριμο άτομο, είναι συνέπεια πλημμελούς… …   Dictionary of Greek

  • ομφαλιστήρ — ὀμφαλιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) εργαλείο για την αποκοπή τού ομφάλιου λώρου τών βρεφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + κατάλ. τήρ, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *ὀμφαλίζω (πρβλ. βραχιονισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ομφαλοπρόπτωση — η ιατρ. πρόπτωση τού ομφάλιου λώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + πρόπτωση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”